- ὑπολίπαρος
- ὑπολίπαροςrather fatmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
υπολίπαρος — ον, Α [λιπαρός] 1. ο κάπως λιπαρός 2. ο κάπως στιλπνός … Dictionary of Greek
ὑπολίπαρον — ὑπολίπαρος rather fat masc/fem acc sg ὑπολίπαρος rather fat neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπολιπαρωτέροις — ὑπολίπαρος rather fat masc/neut dat comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπολιπάροις — ὑπολίπαρος rather fat masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπολιπάρων — ὑπολίπαρος rather fat masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπολίπαρα — ὑπολίπαρος rather fat neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπολίπαροι — ὑπολίπαρος rather fat masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λιπαρός — ή, ό (AM λιπαρός, ά, όν) 1. ελαιώδης ή αυτός που γυαλίζει από το λάδι ή το λίπος (α. «λιπαρά μαλλιά» β. «αἰεὶ δὲ λιπαροί κεφαλὰς καὶ καλὰ πρόσωπα», Ομ. Οδ.) 2. αυτός που περιέχει λίπος, λιπώδης, ελαιώδης, παχύς (α. «λιπαρά φαγητά» β. «λιπαρὸς… … Dictionary of Greek